- ἰπνόν
- ἰπνόςovenmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίπνον — ἴπνον, το (Α) βοτ. το φυτό ψευδιππουρίς η κοινή. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρά την έλλειψη δασύτητας θεωρείται συγγενές με το ἵππος] … Dictionary of Greek
ἴπνον — mare s tail neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴπνοις — ἴπνον mare s tail neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴπνου — ἴπνον mare s tail neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴπνων — ἴπνον mare s tail neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴπνῳ — ἴπνον mare s tail neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίπνιος — ἴπνιος, ία, ον (Α) [ιπνός] 1. αυτός που ανήκει στον ιπνόν*, στον κλίβανο, στον φούρνο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴπνια η αιθάλη, η ασβόλη, η καπνιά 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σωρό κοπριάς, σε κοπρώνα … Dictionary of Greek
ιπνός — ἰπνός, ὁ (ΑΜ) κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.) αρχ. 1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το… … Dictionary of Greek